προσφορά

προσφορά
προσφορά, ᾶς, ἡ (προσφέρω; Soph.+; pap, LXX; TestLevi 3:6; 14:5; EpArist 170; Joseph., Just.; Hippol., Ref. 6, 16, 2)
the act of bringing as a voluntary expression (‘presenting, offering’: Pla., Aristot., Polyb.; Did., Gen. 125, 8), in our lit. in the literal as well as fig. sense of sacrificing, offering (Sir 46:16 προσφορὰ ἀρνός) foll. by the obj. gen. διὰ τῆς προσφορᾶς τοῦ σώματος Ἰησοῦ through the offering of Jesus’ body in sacrifice Hb 10:10. Cp. vss. 14, 18 (s. Windisch, Hdb., exc. on Hb 10:18). προσφορὰς ποιεῖν have sacrifices made Ac 24:17; 1 Cl 40:4 (Just., D. 29, 8; 67, 8). W. λειτουργίαι vs. 2. ἀνθρωποποίητος πρ. an offering made by man B 2:6 (mng. 2 is also prob.). προσφορᾶς γενομένης ὑπὸ τοῦ Παύλου when a sacrifice had been made by Paul AcPl Ha 6, 37.
that which is brought as a voluntary expression (‘present, gift’: Theophr., Char. 30, 19) in our lit. in fig. and literal use offering (Sir 14:11; 34:18, 19 al.; TestLevi 14:5) w. ὁλοκαύτωμα MPol 14:1. W. θυσία Eph 5:2; Hb 10:5 (Ps 39:7). W. θυσίαι, ὁλοκαυτώματα κτλ. (s. Da 3:38; Jos., Ant. 11, 77) vs. 8 (Ps 39:7); B 2:4; ἀνθρωποποίητος προσφορά a sacrifice made by a human being vs. 6 (mng. 1 is also prob.; s. above). προσηνέχθη ἡ προσφορά Ac 21:26 (προσφέρω 2a). Jesus is called ὁ ἀρχιερεὺς τῶν προσφορῶν ἡμῶν the High Priest of our offerings in that he brings the prayers of the Christians into God’s presence 1 Cl 36:1. ἡ προσφορὰ τῶν ἐθνῶν the offering that consists of the gentiles (i.e. those from ‘the nations’ who have become Christian) Ro 15:16. For the interpretation of ἐθνῶν as subjective, the offering that the Gentiles make s. A-MDenis, RSPT 42, ’58, 405f.—DELG s.v. φέρω D. M-M. TW.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • προσφορά — προσφορά̱ , προσφορά bringing to fem nom/voc/acc dual προσφορά̱ , προσφορά bringing to fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσφορᾷ — προσφορά bringing to fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσφορά — Στην οικονομική γλώσσα σημαίνει μία ποσότητα αγαθών ή υπηρεσιών που βρίσκεται διαθέσιμη στην αγορά σε μια δεδομένη στιγμή και σε μια καθορισμένη τιμή. Ο σχετικός καθορισμός της τιμής είναι απαραίτητος, γιατί η π. οποιουδήποτε αγαθού τείνει… …   Dictionary of Greek

  • προσφορά — η 1. η πράξη και το αποτέλεσμα του προσφέρω, παροχή, δωρεά, βοήθεια υλική ή ηθική: Η προσφορά των δασκάλων στη νεότητα είναι πολύτιμη. 2. (εκκλησ.), άρτος που προσφέρεται από τους πιστούς για τη Θεία Κοινωνία, αλλ. πρόσφορο, λειτουργιά. 3. (οικον …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πρόσφορα — πρόσφορος serviceable neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσφορᾶι — προσφορᾷ , προσφορά bringing to fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσφοράν — προσφορά̱ν , προσφορά bringing to fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσφοράς — προσφορά̱ς , προσφορά bringing to fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτέρισμα — Προσφορά προς τιμήν του νεκρού, κατά την αρχαιότητα. Η λέξη προέρχεται από την λέξη κτέρας, που σήμαινε την ιδιοκτησία ή το δώρο. Κ. ονομάζονται κυρίως τα αγαπημένα αντικείμενα του νεκρού, τα οποία τοποθετούσαν κοντά του και μέσα στον τάφο ή… …   Dictionary of Greek

  • προσφοραῖς — προσφορά bringing to fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσφοραί — προσφορά bringing to fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”